πηγαστικός

πηγαστικός
-ή, -όν, Μ [πηγάζω]
αυτός που παρέχει την πηγή για κάτι, από τον οποίο πηγάζει κάτι («ζωῆς καὶ ἀθανασίας πηγαστικός», Γερμ. Κων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”